- φλύκταινα
- η1. (ιατρ.), διαφανής φυσαλίδα εξανθήματος γεμάτη ορώδες υγρό, που σχηματίζεται με αποκόλληση της επιδερμίδας από το δέρμα, φούσκα, φουσκάλα, φουσκαλίτσα, φουσκαλίδα.2. (ιατρ.), διαφανής φυσαλίδα γεμάτη υδαρές υγρό, που αναπτύσσεται ύστερα από έγκαυμα.3. (στη μεταλλοτεχνία), εξόγκωμα στην επιφάνεια των μετάλλων που οφείλεται σε αέρια τα οποία παραμείναν πολύ κοντά στην επιφάνεια.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.